τελίαμβος

τελίαμβος
ὁ, Α
εξάμετρος στίχος στον οποίο η πρώτη συλλαβή τού ενός ή τών δύο τελευταίων ποδών είναι βραχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος + ἴαμβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”